πίπα

πίπα
I
(pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα της ράχης του θηλυκού γίνεται πιο παχύ και το αρσενικό τοποθετεί εκεί τα αβγά και τα πιέζει ώστε να εισχωρήσουν στο δέρμα. Οι κοιλότητες του δέρματος σκεπάζονται από ένα λεπτό υμένα και, όταν συμπληρωθεί η εκκόλαψη των αβγών, βγαίνουν τα νεογνά τελείως σχηματισμένα.
II
Σύνεργο για το κάπνισμα που αποτελείται από μια εστία, όπου τοποθετείται και ανάβεται ο καπνός, και από ένα σωλήνα για την αναρρόφησή του. Στην Ελλάδα η π. με την έννοια αυτή ονομάζεται συχνά «τσιμπούκι» και η ονομασία «πίπα» περιορίζεται στο σωληνοειδές στήριγμα του τσιγάρου. Η π. –ή τσιμπούκι– διαδόθηκε πιθανότατα στην Ευρώπη από τους Πορτογάλους τον 16o αιώνα, ενώ ήταν γνωστή στους Ινδιάνους της Αμερικής, που πιθανώς τη χρησιμοποιούσαν για τελετουργικούς σκοπούς. Ο Φρομπένιους ταξινόμησε τους τύπους της π. στην Αφρική και η κατάταξη αυτή ισχύει και για τον υπόλοιπο κόσμο. Υπάρχουν: η π. με εστία, που αποτελείται από ένα πήλινο θολίσκο χτισμένο στο έδαφος, στα πλάγια του οποίου υπάρχουν μια ή περισσότερες τρύπες, όπου οι ξαπλωμένοι καπνιστές κολλούν το στόμα τους· η π. με χωνί, ο σωλήνας του οποίου αποτελείται από ένα καλάμι, ενώ η εστία έχει ενσφηνωθεί σε μια τρύπα ανοιγμένη στο πλάι· η π. με την εστία στην άκρη (αυτή που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη)· η π. με νερό ή ναργιλές (τη χρησιμοποιούσαν στις ισλαμικές χώρες ίσως και πριν ακόμα από τον ισλαμισμό), η οποία αποτελείται από ένα είδος φιάλης με νερό και έχει στην κορυφή ένα σωλήνα, όπου στηρίζεται η εστία με τον καπνό. Οι π. κατασκευάζονται από πηλό, τερακότα, ξύλο (πύξο, παλίσσανδρο, ρίζα ρεικιού), πορσελάνη (εστίες από πορσελάνη έχουν συνήθως οι γερμανικές και οι ελβετικές π.), σηπιόλιθο (πυριτικό μαγνήσιο, εξαιρετικά ελαφριάς ύλης που απαιτεί υπομονετική και δύσκολη επεξεργασία για να αντέχει στη φωτιά). Ο σωλήνας είναι συχνά από κόκαλο, φίλντισι ή ελεφαντόδοντο. Μερικές π. έχουν πολυτελή σκαλίσματα και στολίδια.
Tρεις ιαπωνικές του 18ου και του 19ου αι.
Aρχαία ινδική πίπα από πέτρα.
Καπνιστές πίπας έξω από το Βρετανικό Κοινοβούλιο (φωτ. ΑΠΕ).
Ηλικιωμένη γυναίκα καπνίζει την πίπα της σε χωριό της βόρειας Ναμίμπια (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
(I)
η, Ν
1. μικρό κύπελλο από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο άκρο σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε επιστόμιο και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω τού επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το τσιμπούκι
2. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση
3. μετρολ. πορτογαλική μονάδα χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 λίτρα
4. μεγάλο βαρέλι όπου αποθηκεύεται κρασί ή άλλο υγρό
5. στοματική συνουσία, πεολειξία, αλλ. τσιμπούκι
β. στον πληθ. οι πίπες
μτφ. αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pipa < αμάρτυρο αρχ. λατ. *pipa, υποχωρητ. σχηματ. < ρ. pipo «πιπ(ιλ)ίζω» (πρβλ. πιπ[π]ίζω, πιπώ, πίπος)].
————————
(II)
η, Ν
ζωολ. γένος υδρόβιων φρύνων τής Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην οικογένεια pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη ράχη τού θηλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολλανδ. pipa.].
————————
(III)
ἡ, Α
(δ. γρφ.) πιπώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίπα — η (λ. ιταλ.) 1. βοηθητικό όργανο όπου τοποθετείται το τσιγάρο, καπνοσύριγγα: Πίπα με φίλτρο. 2. εργαλείο, όργανο καπνίσματος όπου τοποθετείται ο καπνός, τσιμπούκι, λουλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκρίτ, Ρενέ — (Rene Francois Ghislain Magritte, Λεσέν 1898 – Βρυξέλλες 1967). Βέλγος ζωγράφος. Αποφοίτησε το 1918 από την Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών και άρχισε να δοκιμάζει διάφορες τεχνοτροπίες, μεταξύ των οποίων και την αφηρημένη ζωγραφική. Το 1925… …   Dictionary of Greek

  • καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… …   Dictionary of Greek

  • καπνιστής — ὁ, θηλ. καπνίστρια (για πρόσ.) αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει, να εισπνέει καπνό από τσιγάρο, πούρο, πίπα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω. Η λ. καπνιστής μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος από τον Φ. Α. Βουτσινά, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • καπνοσύριγγα — ἡ 1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα 2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …   Dictionary of Greek

  • πεολειξία — η η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας για την διέγερση τού πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιο λειξία] …   Dictionary of Greek

  • τσίκα — η, Ν πίπα που χρησιμοποιούν οι χασισοπότες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”